-
1 χήρα
A widow,χῆραι γυναῖκες Il.2.289
;μήτηρ χ. 22.499
;μὴ παῖδ' ὀρφανικὸν θήῃς χ. τε γυναῖκα 6.432
;λείπειν τινὰ χ. ἐν μεγάροισιν 22.484
, 24.725, cf. S.Aj. 653, E.Andr. 348, Tr. 380;χήρας δὲ γυναῖκας ἐποίησαν Lys.2.71
; as a name of Hera, Paus.8.22.2 (χῆραι· αἱ μὴ ἔχουσαι ἄνδρας, Hsch.;ἡ μονωθεῖσα ἀπ' ἀνδρὸς χ. Poll.3.47
).2 Com., of a dish, widowed, i.e. without sauce, Sotad.Com.1.26.3 later masc. [full] χῆρος, widower, Arist.HA 612b34 (of birds), Call.Epigr. 17, Gramm. post Hdn.Epim. 286.II [full] χῆρος, α, ον, Adj, metaph., bereaved,χῆρα μέλαθρα E.Alc. 862
(anap.); ;βίος Epigr.Gr.406.13
([place name] Iconium);εὐνή IG14.1389
i 12;δόμος Call.Epigr. 22
; δρυμοὶ χ. bereft of men, AP9.84 (Antiphan.): c. gen., Il.6.408;φάρσος.. στελεοῦ χῆρον ἐλαϊνέου AP6.297
([place name] Phanias), cf. Vett.Val. 117.6;χήρους γυναικῶν οἰκεῖν Str.7.3.4
;τὰ χῆρα φρονήσεως Ph.1.601
;ναῦς ὕδατος χ. Ael.NA13.28
. (Cf. χωρίς, χατίζω, Skt. jáhāti 'abandon, renounce'.)
См. также в других словарях:
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… … Dictionary of Greek